- προσεξερείσασθαι
- προσεξερείδομαιsupport oneself byaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεξερείδομαι — Α στηρίζομαι πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («ὁπότε πεσόντες βουληθεῑεν ἢ τοῑς γόνασιν ἢ ταῑς χερσὶ προσεξερείσασθαι πρὸς τὴν ἐξανάστασιν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐξερείδω «στηρίζω, υποστηρίζω»] … Dictionary of Greek